δείνα

δείνα
ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το)
(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῑνα;»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεῑνα
1. κάτι γνωστό για την ασημαντότητά του
2. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη ερμηνεία τής λ. από το *τάδε ένα (ουδ. πληθ. τής αντων. όδε και τής αρχ. αντων. ένος) «αυτά (και) εκείνα» > *ταδείνα > ο δείνα, με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. δείμα*, αναλογικά προς το δεινόν, τα δεινά, ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση η λ. προήλθε από το δέν* (γεν. δενός) «πράγμα, σώμα» μέσω τής ονομ. δειν, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο καμιά από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η αντωνυμία δείνα συνοδεύεται πάντα από άρθρο και δεν απαντά πριν τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. το δείνα εκφράζει την αμηχανία κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη λέξη για να πει κάτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνα — such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινά — επίρρ. βλ. δεινός …   Dictionary of Greek

  • δεινᾷ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖν' — δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα , δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl δεῖνι , δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινᾶι — δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινᾷ , δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνες — δεῖνα such an one masc/fem/neut nom pl (attic) δεῖνα such an one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνι — δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”